θύμωσα

θύμωσα
я на тебя сердит

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θύμωσα" в других словарях:

  • θυμώνω — θύμωσα, θυμωμένος 1. οργίζομαι: Θύμωσε ο πατέρας του και τον μάλωσε. 2. κακιώνω, ψυχραίνομαι με κάποιον: Είναι θυμωμένος και δε μου μιλάει. – Θύμωσε μ αυτά που του είπα και έφυγε από το σπίτι μας. 3. μτφ., αγριεύω: Θύμωσε η θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… …   Dictionary of Greek

  • θυμώνω — θυμώνω, θύμωσα, θυμωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ρουθούνι — το ιού 1. ο ρώθωνας. 2. φρ., «Του μπήκα στο ρουθούνι», του γινα ενοχλητικός, τον θύμωσα· «Δεν έμεινε ρουθούνι», ξεπαστρεύτηκαν (άνθρωποι ή ζώα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»